Ελληνικά

Ελληνικά
Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 216 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στα Α της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 364 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, προς τη βορειοανατολική ακτή. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτεμισίου. 3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 188 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας. 4. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 52 κάτ.) της Κέας. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων. 5. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 104 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται προς τη δυτική ακτή του κόλπου του Μιραμπέλλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελληνικά — Греческий язык Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция, Кипр; общины в США, Канаде, Австралии, Германии, Великобритании, Швеции, Албании, Турции, Украине, России, Армении, Грузии, Казахстане, Италии …   Википедия

  • Ἑλληνικά — Ἑλληνικός Hellenic neut nom/voc/acc pl Ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc/acc dual Ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλληνικά — Ἑλληνικός Hellenic neut nom/voc/acc pl ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc/acc dual ἑλληνικά̱ , Ἑλληνικός Hellenic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελληνικά — Übersicht: Griechische Sprache (siehe auch: Griechisches Alphabet) Protogriechisch (ca. 2000 v. Chr.) Mykenisch (ca. 1600–1100 v. Chr.) Altgriechisch (ca. 800–300 v. Chr.) Dialekte: Äolisch, Arkadisch Kyprisch …   Deutsch Wikipedia

  • Ελληνικά Γράμματα — Αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1927 από τους Κωστή Μπαστιά και Βασίλη Μαλατάκη. Στην αρχή ήταν δεκαπενθήμερο, αλλά από τον Μάιο του 1929 έγινε εβδομαδιαίο. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου αποχώρησε ο δεύτερος συνεκδότης. Το …   Dictionary of Greek

  • Ελληνικά Χρονικά — Εφημερίδα που άρχισε να εκδίδεται στο Μεσολόγγι την 1η Ιανουαρίου 1824, με διευθυντή τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ. Τα χειροκίνητα πιεστήρια της εφημερίδας μεταφέρθηκαν από την Αγγλία από τον συνταγματάρχη Στάνχοπ, αντιπρόσωπο του… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνομνήμων ή Σύμμικτα Ελληνικά — Περιοδικό ιστορικού περιεχομένου που εξέδιδε στην Αθήνα από το 1843 έως το 1853 ο X. Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς. Στη συντακτική του ομάδα ανήκε ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Το περιοδικό περιείχε μελέτες που αφορούσαν κυρίως τη νεότερη ελληνική ιστορία.… …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Ελληνικά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 264 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις βόρειες απολήξεις του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου.… …   Dictionary of Greek

  • τρανζίστορ — (ελληνικά αποδόθηκε κρυσταλλολυχνία). Ηλεκτρικό εξάρτημα κατασκευασμένο από ημιαγωγούς κρυστάλλους, τοποθετημένους εντός μεταλλικής προστατευτικής θήκης, από την οποία εξέρχονται συνήθως 3 ακροδέκτες (επαφές). Το τ., η ονομασία του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • παραλογές — Ελληνικά διηγηματικά δημοτικά τραγούδια, με μια υπόθεση που συνήθως έχει θλιβερό τέλος. Ο Στίλπων Κυριακίδης διατύπωσε τη θεωρία πως οι π. έρχονται κατευθείαν από τη (μεταγενέστερη) αρχαιότητα, μέσω του Βυζαντίου. Παραδείγματα π. είναι το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”